- γιγγραντός
- γιγγρ-αντός, ή, όν,A composed for the γίγγρας, μέλη γ.. of 'scrannel pipes', Ath.4.175b.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γιγγραντός — γιγγραντός, ή, όν (Α) [γίγγρος] (για μουσικές μελωδίες) αυτός που έχει συντεθεί για να εκτελεσθεί με γίγγρα … Dictionary of Greek
γιγγραντά — γιγγραντός composed for the neut nom/voc/acc pl γιγγραντά̱ , γιγγραντός composed for the fem nom/voc/acc dual γιγγραντά̱ , γιγγραντός composed for the fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)